- ταΐστρα
- yem torbası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ταΐστρα — και ταγίστρα, η, Ν το τάγιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταΐζω / ταγίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
ταΐστρα — η σακούλι με τροφή (ταγή) των ζώων το οποίο κρεμιέται από το κεφάλι τους, ταγάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταγίστρα — η, Ν βλ. ταΐστρα … Dictionary of Greek
ταγάρι — το ιού 1. σακούλι από χοντρό εγχώριο μάλλινο ύφασμα πολύχρωμο, που το κρεμούν οι χωρικοί από τον ώμο όταν οδοιπορούν, ντουρβάς: Έχει φαγώσιμα μες στο ταγάρι του για δυο μέρες. 2. σακούλι απ όπου τα ζώα τρώνε την τροφή (ταγή) τους, ταΐστρα: Βάλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)